- ἀναγεύω
- ἀναγεύω,A give one a taste,
πρώτους ἠξίωσ' ἀναγεῦσ' ὑμᾶς Ar.Nu.523
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πρώτους ἠξίωσ' ἀναγεῦσ' ὑμᾶς Ar.Nu.523
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀναγεῦσαι — ἀναγεύω give aor inf act ἀναγεύω give aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγγεύσασθαι — ἀναγεύω give aor inf mid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγεῦσ' — ἀναγεῦσαι , ἀναγεύω give aor inf act ἀναγεῦσαι , ἀναγεύω give aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)